Θυμάμαι, πως όταν ζούσα στην Κωνσταντινούπολη ένας θαμώνας του γυμναστηρίου γεμάτος τατουάζ και σκουλαρίκια με ρώτησε αν μπορούσαμε να κάνουμε εναλλάξ τα σετ στο όργανο γυμναστικής και μετά πιάσαμε την κουβέντα. Μαθαίνοντας ότι είμαι Έλληνας εξεπλάγη και αναφώνησε πόσο πολύ αγαπάει το ρεμπέτικο και κατόπιν αυτού πόση ντροπή αισθάνεται που οι συμπατριώτες του, οι Τούρκοι κατέστρεψαν το βιός των Ρωμιών και τους εξώθησαν στον αναγκαστικό διωγμό. Για τον φίλο, η απώλεια του ελληνικού στοιχείου που ενσάρκωναν οι Ρωμιοί ζημίωσε την Κωνσταντινούπολη. Η συνέχεια της κουβέντας ήταν ακόμη πιο αποκαλυπτική. Είχα την εντύπωση, πως εννοούσε ότι τα αίτια της παρακμής οφείλονταν στην αντικατάσταση του πλούτου της ετερότητας από το δημογραφικά ομογενοποιημένο σύνολο, τη μονοπωλιακή παγίωση του τουρκισμού που δεν αντέχει το διαφορετικό εθνοτικό στοιχείο. Κι όμως δεν ήταν έτσι.
Ο φίλος μου, μου εξηγούσε ότι η κατάπτωση της Κωνσταντινούπολης αποδίδεται στην εισροή των κατοίκων της επαρχίας με το ρεύμα της αστυφιλίας. Μου είπε, ”Κοίταξε που καταλήξαμε, τα βλαχαδερά της Ανατολίας να πάρουν τη θέση των πρώην γειτόνων μας, των αστών Ρωμιών.” Αυτό που εξέφρασε ο φίλος, έχει καθιερωθεί ως”Κιτς νοσταλγία”. Ενδόμυχα, θέλουμε τους Ρωμιούς, Αρμένιους, Εβραίους, Λεβαντίνους για να διατηρήσουν το αστικό κύρος της Κωνσταντινούπολης. Δεν τους αγκαλιάζουμε ως ισότιμους πολίτες του κράτους μας αλλά τους χρησιμοποιούμε γιατί δίπλα σε αυτούς, ενισχύεται και η δική μας εικόνα. Έχοντας ως γειτόνισσα μια πρώην κάτοικο ενός χωριού της Ανατολίας, δεν έχω τίποτα να κερδίσω από τη μαντήλα και το εμπριμέ, λουλουδάτο σαλβάρι της. Αυτή η παρακατιανή, μου χαλάει την αισθητική σε αντίθεση με την κομψή και εκδυτικισμένη Ρωμιά. Δυστυχώς, αυτό εννοούσε ο φίλος του γυμναστηρίου.