Γράφει η Δώρα Σαμαρά
Άδειοι οι δρόμοι, γεμάτος ο νους. Τρέχουν οι ρόδες και ξωπίσω τους τρέχουν κι οι σκέψεις. Βρεγμένη η άσφαλτος, καθρέφτης για ένα φεγγάρι ολόγιομο, που πάνω της επιθυμεί να θαυμάζει την τόση ομορφιά του. Κάτι αιωρείται στην ατμόσφαιρα απόψε, κάτι διαφορετικό. Το νιώθω!
Ίσως φταίει το φεγγάρι, που έχει τη δύναμη να μαγεύει, να ελκύει, να εξουσιάζει τη σκέψη, να γεννάει μύθους. Ίσως φταίει το φεγγάρι, που έχει διεισδύσει στα μύχια του νου και της ψυχής μου κι έχει αρπάξει τις επιθυμίες μου και τις πανσεληνιάζει.Θεριά ανήμερα, αγριεμένα ξυπνούνε μέσα μου και σε ζητούν.
Φανάρι κόκκινο και σταματάω. Μα, το μυαλό μου τίποτα δεν το φρενάρει. Σκέψεις διάχυτες, απανωτές η μια πάνω στην άλλη, διχως συνοχή. Κοιτώ το φεγγάρι, που έχει σταθεί απέναντί μου και με κοιτά κι αυτό . Μοιάζει απειλητικό και με τρομάζει. Κι όσο κοιτιώμαστε, αναρωτιέμαι, γιατί μέσα στο τόσο βαθύ σκοτάδι της νύχτας, τούτο μπορεί να λάμπει τόσο. Πώς τον ξελόγιασε τον φουκαρά τον ήλιο και του’κλεψε το φως;

Ανοίγω το παράθυρο να μπει φρέσκος αέρας. Μιαν αύρα καλοκαιρινή, σαν όνειρο μιας νύχτας θερινής, μπαίνει και με χαϊδεύει. Σαν έμπνευση ενός χαμένου ποιητή που ξέμεινε στη μέση ενός κύκλου. Έτσι κι εμείς. Απομεινάρια απ’τον κύκλο των χαμένων εραστών. Ένας κύκλος που απέμεινε ανοιχτός, να στοιχείωνει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Απωθημένα!
Φανάρι πράσινο και προχωράω. Μα, πού να πάω; Τα ίχνη σου τα έσβησε η βροχή. Κι όμως, πρέπει να σε βρω! Πρέπει τα λόγια τα ανείπωτα, να βρούνε τρόπο να ειπωθούν. Όλα τα ανεκπλήρωτα, τις πόρτες τις ορθάνοιχτες πρέπει να κλείσουν.
Οδηγώ τυφλά σε δρόμους άδειους, με την εικόνα σου ως το μόνο προορισμό. Μα, άντε κι έφτασα. Τι να σου πω; Τι θα’χω να σου πω, αφού και τα πιο απλά λόγια σκαλώνουν σαν αγκάθια, όταν τα μάτια σου με κοιτούν;
Ανάβω τα ”αλάρμ”και παρκάρω σε μιαν άκρη. Παρκάρω πάνω στους φόβους μου και στις αντιστάσεις μου κι ας αναβοσβήνουν οι επιθυμίες μου σαν δυο κίτρινα φωτάκια. Αναρωτιέμαι, πού πάω; Ποιες σκιές κυνηγάω; Μια ζωή εσύ μπροστά κι εγώ ξωπίσω σου να τρέχω. Λες και μου όριζες πορεία πάνω στα βήματά σου. Μα, κάπου σταμάτησες, άνοιξες φτερά και πέταξες. Κι εγώ έχασα το δρόμο. Κι απέμεινα εκεί, στα χαμηλά, να κοιτώ ψηλά στον ουρανό και να σε ψάχνω. Να γυρεύω ακόμη έναν γυρισμό!
Η ελπίδα, όμως, τώρα γέρασε, κουράστηκε να προσδοκά. Κι εγώ, το μόνο που γυρεύω πια, είναι τη νιότη μίας νέας αρχής. Μα, πώς να γίνει μία αρχή, όταν δεν έχει προϋπάρξει ένα τέλος; Ο κύκλος μας, ακόμη, παραμένει ανοιχτός κι εγώ, αγάπη μου, δεν αντέχω άλλο να βαστώ στοιχειωμένες αναμνήσεις που βαδίζουν πάνω σε τόσα απωθημένα. Για αυτό σου λέω! Δείξε μου το δρόμο σου, να’ ρθω, για μα σφραγίσουμε τις ανοιχτές τις θύρες.
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ