Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

Ο Πλάτων και η φιλοσοφική ακαδημία – Πρώτο Μέρος



7.1. Γραφή και προφορικότητα

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Άκουσα μια ιστορία για έναν από τους παλιούς αιγυπτιακούς θεούς, τον θεό Θευθ. Είναι αυτός που ανακάλυψε τον αριθμό και τους υπολογισμούς, τη γεωμετρία και την αστρονομία, ακόμη και τους πεσσούς και τους κύβους, και πάνω απ᾽ όλα τη γραφή. Βασιλιάς τότε όλης της Αιγύπτου ήταν ο Θαμούς – τον Θαμού οι Έλληνες τον ονομάζουν Άμμωνα. Σ᾽ αυτόν λοιπόν ήρθε ο Θευθ, του επέδειξε τις τέχνες του και του είπε ότι θα έπρεπε να διαδοθούν σε όλους τους άλλους Αιγυπτίους. Ο βασιλιάς τότε τον ρώτησε ποια είναι η ωφέλεια της καθεμιάς, και καθώς εκείνος του εξηγούσε, άλλες από τις εξηγήσεις τις επαινούσε και άλλες τις κατέκρινε ανάλογα με ό,τι του φαινόταν σωστό ή λάθος. Κάποια στιγμή όμως έφτασαν και στη γραφή. «Αυτή η μάθηση, βασιλιά μου,» είπε ο Θευθ, «θα κάνει τους ανθρώπους σοφότερους και θα αυξήσει τη μνήμη τους· γιατί βρέθηκε το φάρμακο της μνήμης και της σοφίας.» Και ο Θαμούς του απάντησε: «Πολύτεχνε Θευθ, άλλος έχει τη ικανότητα να γεννά τις τέχνες και άλλος να κρίνει αν οι τέχνες αυτές θα βλάψουν ή θα ωφελήσουν. Εσύ λοιπόν τώρα, σαν πατέρας που είσαι της γραφής, έδειξες εύνοια σ᾽ αυτήν και της προσέδωσες τις αντίθετες από τις πραγματικές της δυνατότητες. Γιατί η γραφή θα φέρει λήθη στις ψυχές όσων τη μάθουν, μια και αυτοί σίγουρα θα παραμελήσουν τη μνήμη τους· δείχνοντας εμπιστοσύνη στη γραφή, θα φέρνουν στη θύμησή τους κάτι όχι από μέσα τους, από τον ίδιο τον εαυτό τους, αλλά από κάποια ξένα εξωτερικά σημάδια. Αυτό που ανακάλυψες δεν είναι το φάρμακο της μνήμης αλλά της υπόμνησης. Στους μαθητές σου δεν φέρνεις την αληθινή σοφία αλλά μόνο την επίφαση της σοφίας. Τους κάνεις να ακούν πολλά χωρίς να τους διδάσκεις, και τελικά φθάνουν να νομίζουν ότι γνωρίζουν και πολλά, ενώ δεν γνωρίζουν τίποτε· γίνονται μάλιστα φορτικοί σε κάθε συντροφιά, αφού παριστάνουν τους σοφούς, χωρίς να είναι.»
Πλάτων, Φαίδρος 274c-275b
Την ιστορία αυτή την έχει επινοήσει ο Πλάτων, βάζει όμως τον Σωκράτη να μας τη διηγηθεί. Από το στόμα του Σωκράτη, τα επιχειρήματα εναντίον της γραφής ακούγονται πειστικά. Ο Σωκράτης ήταν από τους ελάχιστους σημαντικούς Έλληνες του 5ου αιώνα π.Χ. που δεν ενέδωσε στη γοητεία του γραπτού λόγου. Έμεινε αφοσιωμένος στην προφορική επικοινωνία με τους συμπολίτες του, στην καλλιέργεια της φιλοσοφίας ως έμπρακτης τέχνης του βίου. Ο πλατωνικός λοιπόν Σωκράτης υιοθετεί την κριτική του αιγύπτιου βασιλιά, και συνοψίζει τα μειονεκτήματα του γραπτού λόγου σε τρία σημεία: (α) τα γραπτά κείμενα είναι στατικά και μονοσήμαντα, λένε πάντοτε το ίδιο πράγμα· (β) δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους από άδικες επιθέσεις, χρειάζονται συνεχώς τη βοήθεια του συγγραφέα-πατέρα τους· (γ) δεν επιλέγουν τα ίδια τους αποδέκτες τους, πέφτουν στα χέρια δικαίων και αδίκων, ενάρετων και διεφθαρμένων.

Στη στατικότητα της γραφής ο Σωκράτης αντιπαραθέτει τη ζωντάνια και την πλαστικότητα της προφορικής επικοινωνίας. Η αληθινή φιλοσοφία ορίζεται ως «ο ζωντανός και έμψυχος λόγος του γνώστη, που γράφεται με πραγματική γνώση στην ψυχή όποιου μαθαίνει» (Φαίδρος 276a). Ο φιλόσοφος πρέπει καταρχήν να κατέχει την πραγματική γνώση για όλα τα σημαντικά ζητήματα – για τη δικαιοσύνη, την ωραιότητα, την αρετή. Θα ολοκληρώσει το έργο του, όταν «βρει την κατάλληλη ψυχή» και λειτουργήσει ως φωτισμένος δάσκαλος. Κάνοντας χρήση της «διαλεκτικής τέχνης» θα σπείρει στις ψυχές των μαθητών του λόγους γόνιμους, «λόγους ικανούς να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και αυτόν που τους έσπειρε, από όπου αναφύονται και νέοι λόγοι σε άλλες ψυχές, και έτσι διατηρείται πάντοτε μέσα τους αθάνατο το σπέρμα και οδηγούν τον κάτοχό τους στην ευδαιμονία» (στο ίδιο 277a).
Όταν η φιλοσοφία ασκείται με αυτό τον τρόπο, τότε και η γραφή μπορεί να αποβεί χρήσιμη. Ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί το γραπτό κείμενο, όπως παίζει ένα σοβαρό και πανέμορφο παιχνίδι. Το παιχνίδι της γραφής θα τον βοηθήσει να ασκήσει τη μνήμη του, να την κρατήσει ζωντανή. Δηλαδή τα γραπτά κείμενα είναι προσωπικές σημειώσεις, « υπομνήματα» – δεν υποκαθιστούν την πραγματική διδασκαλία, μπορούν όμως να βοηθήσουν στην οργάνωση και την προετοιμασία της.
Είναι όμως σωκρατική αυτή η αντίληψη για τη φιλοσοφία; Μόνο ως έναν βαθμό – μόνο όσον αφορά την έμφαση στην προφορική επικοινωνία. Κατά τα άλλα, ο Σωκράτης ουδέποτε θεώρησε τον εαυτό του γνώστη σε κάποιο θεωρητικό ζήτημα, και στην απολογία του στο δικαστήριο αρνήθηκε ότι είχε ποτέ μαθητές. Επιπλέον, ο ίδιος δεν έγραψε κανένα φιλοσοφικό κείμενο, έστω και για να παίξει προς στιγμήν το «πανέμορφο παιχνίδι» της γραφής. Είναι λοιπόν πιθανότερο ότι ο Σωκράτης του Φαίδρου εκθέτει την πλατωνική και όχι τη σωκρατική αντίληψη για τη φιλοσοφία.
7.2. Στο σχολείο της φιλοσοφίας

Για τον Πλάτωνα η φιλοσοφία είναι μια διαδικασία διδαχής, η οποία προϋποθέτει πάντοτε δύο πόλους, κατά βάση ανισότιμους: έναν γνώστη και έναν μυούμενο, έναν δάσκαλο και έναν μαθητή. Ο φιλοσοφικός λόγος είναι ο λόγος του δασκάλου και όχι εν γένει ο λόγος του σοφού. Και είναι ένας λόγος με συγκεκριμένη στόχευση: επιδιώκει τη διαμόρφωση του ήθους του μαθητή, την καλλιέργεια της ψυχής του. Η φιλοσοφία εγγράφεται στην ψυχή του νέου, μετασχηματίζοντάς την, και χαρακτηρίζεται από τον Πλάτωνα ως ψυχαγωγία – αγωγή της ψυχής (Φαίδρος 271c).
Για να λειτουργήσει επομένως ο φιλόσοφος χρειάζεται μια σχολή. Στο εσωτερικό της σχολής θα διαμορφωθεί ο ίδιος και, όταν έρθει η ώρα, θα αναλάβει με τη σειρά του να διαμορφώσει τους δικούς του μαθητές. Η φιλοσοφική εκπαίδευση, όπως την αντιλαμβάνεται ο Πλάτων, είναι ιδιαίτερα επίπονη και μακρόχρονη διαδικασία. Περιλαμβάνει την ισόρροπη ανάπτυξη του σώματος και της ψυχής του μαθητή, την ανάδειξη των φυσικών του δεξιοτήτων, τη βαθμιαία εξοικείωσή του με τις επιστήμες, και ιδίως με τα μαθηματικά, και τέλος, στην ηλικία της ωριμότητας, τη μύησή του στη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία λοιπόν είναι το ύψιστο «μάθημα», η κορύφωση της εκπαιδευτικής πορείας – ένα μάθημα που απευθύνεται μόνο σε όσους έχουν περάσει με επιτυχία όλα τα προηγούμενα στάδια, έχουν αποδείξει τη φυσική τους προδιάθεση και τις ιδιαίτερες ικανότητές τους και έχουν αποφασίσει να αφιερωθούν στον φιλοσοφικό τρόπο ζωής.
Στην ιδεώδη μάλιστα εκδοχή της, η πλατωνική σχολή φιλοσοφίας γίνεται το μοντέλο οργάνωσης ολόκληρης της κοινωνίας. Στην Πολιτεία, το πληρέστερό του έργο, ο Πλάτων εκθέτει ένα φιλόδοξο σχέδιο πολιτικής μεταρρύθμισης, που προτείνει την ανάληψη της εξουσίας από τους φιλοσόφους. Η ιδανική πλατωνική πολιτεία είναι ένα μεγάλο και πλήρως οργανωμένο σχολείο, το οποίο αναλαμβάνει τις τύχες των πολιτών από τα νηπιακά τους χρόνια και έχει στόχο να οικοδομήσει ένα σταθερό και ισορροπημένο σύνολο, όπου ο καθένας θα ασχολείται μόνο με αυτό που ταιριάζει στη φυσική του προδιάθεση. Το μεγάλο πλήθος των πολιτών λαμβάνει μόνο τη στοιχειώδη εκπαίδευση και οδηγείται στα επιμέρους επαγγέλματα· ένα μικρό ποσοστό ανδρών και γυναικών συνεχίζουν την εκπαίδευσή τους και γίνονται οι «φύλακες» της πόλης, αυτοί δηλαδή που φροντίζουν για την ασφάλειά της· και από αυτούς επιλέγονται ελάχιστοι που κρίνονται ικανοί για ειδικές επιστημονικές και φιλοσοφικές σπουδές, και στους οποίους ανατίθεται η διοίκηση της πόλης. Χειρώνακτες, φύλακες και φιλόσοφοι αποτελούν τις τρεις τάξεις της πλατωνικής πολιτείας. Από την πολιτεία θα εξοριστούν οι ποιητές, κι αυτό όχι γιατί ο Πλάτων ένιωθε απέχθεια προς την ποίηση, αλλά ακριβώς γιατί είχε αντιληφθεί τον καθοριστικό ρόλο που είχε παίξει η ποίηση στην παιδεία των Ελλήνων. Η φιλοσοφία προτείνεται ως μια νέα μορφή παιδείας, επιζητεί να διαμορφώσει έναν νέο τύπο ανθρώπου και, για τον σκοπό αυτό, προωθεί παιδευτικά ιδεώδη ασυμβίβαστα με τα ιδεώδη της ποίησης.
Στο πλατωνικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα είναι εμφανείς οι πυθαγόρειες επιδράσεις. Ο Πλάτων δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον τρόπο οργάνωσης των Πυθαγορείων, πραγματικό του δάσκαλο όμως θεωρεί τον Σωκράτη. Όπως για τον Σωκράτη, έτσι και για τον Πλάτωνα οι δεσμοί της φιλοσοφίας με την πόλη-κράτος είναι άρρηκτοι. Η πλατωνική φιλοσοφία στοχεύει στον μετασχηματισμό των πολιτικών θεσμών και των ηθικών αντιλήψεων των ανθρώπων – είναι μια φιλοσοφία κατά βάση πολιτική. Ο πλατωνικός φιλόσοφος δεν θα επιδιώξει την απομόνωση και την αποχή από τα κοινά προκρίνοντας την προσωπική του σωτηρία. Εκείνο που προέχει είναι η σωτηρία ολόκληρης της πόλης. Η δίκαιη πολιτεία είναι αυτή που επιτυγχάνει τη σωστή συναρμογή και την ισορροπία όλων των μερών της.
Τον νόμο δεν τον ενδιαφέρει πώς μια συγκεκριμένη ομάδα στην πόλη θα γίνει ιδιαίτερα ευτυχισμένη, αλλά αναζητεί τρόπους ώστε η ευτυχία αυτή να πραγματοποιηθεί για όλη την πόλη συνενώνοντας τους πολίτες με την πειθώ αλλά και τον εξαναγκασμό, κάνοντάς τους να δίνουν ο ένας στον άλλο την ωφέλεια που μπορεί ο καθένας να προσφέρει στο σύνολο· και πλάθει ο νόμος τέτοιους άνδρες στην πόλη όχι για να τους αφήνει έπειτα να τραβούν κατά κει που αρέσει στον καθένα αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος για την ενίσχυση της ενότητας της πόλης.
Πλάτων, Πολιτεία 519e-520a.

7.3. Ο Πλάτων, η πολιτική και η Ακαδημία

Ο Πλάτων γεννήθηκε στην Αθήνα το 428 π.Χ. και ανδρώθηκε μέσα στην ταραγμένη περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου και των δραματικών γεγονότων που ακολούθησαν την ήττα των Αθηναίων. Η οικογένειά του ήταν μία από τις πιο γνωστές και παλιές οικογένειες της Αθήνας, με ιδιαίτερη παρουσία στα πολιτικά πράγματα, πάντοτε στο πλευρό των ολιγαρχικών. Για τον νεαρό Πλάτωνα καθοριστική θα πρέπει να υπήρξε η άνοδος και η πτώση του Κριτία, εξαδέλφου της μητέρας του και ηγέτη των Τριάκοντα τυράννων. Ο Κριτίας, όπως ο Χαρμίδης και ο Αλκιβιάδης, ήταν σημαίνοντα στελέχη της αντιδημοκρατικής παράταξης. Ανήκαν όλοι στον στενό κύκλο του Σωκράτη, και στους πλατωνικούς διάλογους εμφανίζονται με θετικό τρόπο, ως προικισμένοι και φερέλπιδες νέοι.
Λογικό είναι να υποθέσουμε ότι ο Πλάτων θα είδε καταρχήν με ευνοϊκό μάτι την κίνηση των Τριάκοντα το 404 π.Χ., η οποία προωθούσε την εγκαθίδρυση ενός αριστοκρατικού καθεστώτος και απέδιδε την ήττα του πολέμου στον εκφυλισμό της αθηναϊκής δημοκρατίας. Η ωμή βία ωστόσο που επέβαλε το απολυταρχικό καθεστώς και ο κύκλος του αίματος στον οποίο οδήγησε, έπεισαν τον Πλάτωνα ότι κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να θεμελιωθεί μόνο στον καταναγκασμό. Η συναίνεση των πολιτών και ο σεβασμός των νόμων αποτελούν θεμέλια του δίκαιου πολιτεύματος. Από την άλλη μεριά, ο Πλάτων ουδέποτε αποδέχθηκε την εξισωτική λογική της άμεσης δημοκρατίας, η οποία, κατά τη γνώμη του, απομακρύνει τους έντιμους και τους άξιους πολίτες από την εξουσία και φέρνει στο προσκήνιο τους επιτήδειους και τους δημαγωγούς. Η αρνητική του γνώμη για τη δημοκρατία εδραιώθηκε, όταν είδε τους ηγέτες της παλινόρθωσης, μετά τη πτώση των Τριάκοντα, να σέρνουν σε δίκη τον Σωκράτη το 399 π.Χ. και να τον οδηγούν στον θάνατο.
Απογοητευμένος τόσο από τη δημοκρατία όσο και από την υπαρκτή ολιγαρχία, ο Πλάτων θα μπορούσε να οδηγηθεί στην πολιτική αποχή. Ο φιλόσοφος, ακόμη κι αν ενδιαφέρεται για την πολιτική όπως ο Πλάτων, έχει πάντοτε τη δυνατότητα να καταφύγει στην ασφάλεια που προσφέρει η καθαρή θεωρία – η ιδανική πλατωνική πολιτεία είναι άραγε τίποτε περισσότερο από μια τολμηρή ουτοπία; Ωστόσο ο Πλάτων προσπάθησε να συνδέσει τη θεωρία και την πράξη. Αυτό μαρτυρούν τα αποτυχημένα ταξίδια του στη Σικελία. Αυτό μαρτυρεί και η καθοριστική του απόφαση να ιδρύσει την Ακαδημία.
Εκείνο που βάρυνε στη σκέψη μου ήταν ότι, αν επρόκειτο κάποτε να επιχειρήσω να εφαρμόσω όσα είχα σκεφτεί για τους νόμους και την πολιτεία, η δοκιμή έπρεπε να γίνει τώρα. […] Ξεκίνησα λοιπόν από την πατρίδα μου κυρίως γιατί ντρεπόμουν τον ίδιο μου τον εαυτό, μήπως φανεί ότι δεν είμαι παρά μόνο σκέτη θεωρία και ότι ουδέποτε επιλέγω να καταπιαστώ με κάποια πράξη.
Πλάτων, 7η Επιστολή 328b-c
Αν δεν συμβεί αυτό, ή να κυβερνήσουν στις πολιτείες οι φιλόσοφοι ή να ασχοληθούν με τη φιλοσοφία αυτοί που τώρα ονομάζουμε βασιλείς και δυνάστες, έτσι ώστε η πολιτική δύναμη και η φιλοσοφία να συμπέσουν στο ίδιο πρόσωπο, […] δεν θα έχουν τελειωμό οι συμφορές στις πολιτείες ούτε ακόμη και στο ανθρώπινο γένος, κι ούτε τούτο το πολίτευμα που περιγράψαμε στη θεωρία θα λάβει πραγματική υπόσταση και θα βγει στο φως του ήλιου.
Πλάτων, Πολιτεία 473c-d
Στην ισχυρότερη πόλη της Σικελίας, τις Συρακούσες, ο Πλάτων πήγε τρεις φορές, μετά από πρόσκληση των τυράννων της πόλης. Η ελπίδα του ήταν ότι σε αυτή την περιοχή του ελληνισμού, όπου η πυθαγόρεια παράδοση είχε διατηρηθεί ακόμη ζωντανή, θα μπορούσε να επιτευχθεί η ουσιαστική σύζευξη εξουσίας και γνώσης την οποία είχε οραματιστεί. Ένας τρόπος για να έρθουν οι φιλόσοφοι στην εξουσία θα ήταν να δεχτούν οι πολιτικοί ηγεμόνες να γίνουν οι ίδιοι φιλόσοφοι, ή τουλάχιστον να ανεχτούν μια μορφή παρασκηνιακής καθοδήγησης από τους πραγματικούς φιλοσόφους. Οι ελπίδες του Πλάτωνα διαψεύστηκαν και τις τρεις φορές οικτρά, λέγεται μάλιστα ότι μετά το πρώτο του ταξίδι το 388 π.Χ. κατέληξε να πουληθεί δούλος και σώθηκε εντελώς τυχαία, όταν κάποιος γνωστός του τον αναγνώρισε στην Αίγινα.
Η αρνητική εμπειρία του πρώτου σικελικού ταξιδιού έκανε τον Πλάτωνα να αναζητήσει μια εναλλακτική διέξοδο. Αν το όραμα του συνολικού μετασχηματισμού της κοινωνίας έμοιαζε ανέφικτο, αφού θα προσέκρουε πάντοτε στα συμφέροντα των αντίθετων ομάδων και στις φιλοδοξίες των ισχυρών, θα μπορούσε τουλάχιστον να δημιουργηθεί μια μικρογραφία της ιδανικής πολιτείας μέσα στην Αθήνα, ένας πυρήνας αντίστασης στα επικρατούντα ήθη. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα της ίδρυσης της πλατωνικής Ακαδημίας το 387 π.Χ. Η Ακαδημία υπήρξε ένας θεσμός καινοτομικός. Θα πρέπει να τη φανταστούμε σαν μια κλειστή οργάνωση ομοϊδεατών, που αποφάσισαν να ζήσουν από κοινού μια ζωή αφοσιωμένη στη φιλοσοφία και στην επιστημονική γνώση. Υπήρξε κατά κάποιο τρόπο το πρώτο πανεπιστήμιο της αρχαιότητας, μια κλειστή σχολή φιλοσοφίας: είχε ιεραρχική δομή με επικεφαλής έναν σχολάρχη, ειδικευμένους ερευνητές, δασκάλους και μαθητές, τακτικά και δόκιμα μέλη. Το γνωστικό ιδεώδες, η αναζήτηση της αλήθειας, λειτουργούσε ως συνεκτικός δεσμός των μελών της πλατωνικής Ακαδημίας. Για τον Πλάτωνα ωστόσο η γνώση είχε αξία μόνο αν οδηγούσε στην ηθική βελτίωση των ατόμων και στην ευδαιμονία του συνόλου. Το κυρίαρχο λοιπόν στοιχείο της Ακαδημίας ήταν ο κοινός τρόπος ζωής των μελών της, η κοινή αναζήτηση, ο δημιουργικός διάλογος, μέσα από τον οποίο η νέα γενιά των μαθητών έβρισκε τον δρόμο της.
Στην Ακαδημία συσπειρώθηκαν ορισμένα από τα πιο δημιουργικά μυαλά του 4ου αιώνα: ο μαθηματικός Θεαίτητος, οι αστρονόμοι Εύδοξος, Κάλλιππος και Ηρακλείδης, οι φιλόσοφοι Σπεύσιππος, Ξενοκράτης, Φίλιππος και, φυσικά, ο Αριστοτέλης, ο οποίος πέρασε είκοσι ολόκληρα χρόνια στο εσωτερικό της Ακαδημίας. Στο δημιουργικό αυτό περιβάλλον βρήκε διέξοδο η ενεργητικότητα του Πλάτωνα μέχρι τον θάνατό του το 347 π.Χ. Με δεδομένη την προτίμησή του για την προφορική επικοινωνία, υποθέτουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς του αφιερώθηκε στη διδασκαλία και στη διάπλαση των μαθητών του. Λέγεται μάλιστα ότι τα πιο δύσκολα και κεντρικά ζητήματα της πλατωνικής φιλοσοφίας, αν και αποτελούσαν αντικείμενο διδασκαλίας και συζήτησης σε στενό κύκλο προχωρημένων μαθητών, δεν πήραν ποτέ γραπτή μορφή, για να μην προδοθούν τα νοήματά τους. Το σίγουρο πάντως είναι ότι όλοι οι διάλογοι της ωριμότητας του Πλάτωνα γράφηκαν, διαβάστηκαν και συζητήθηκαν μέσα στην Ακαδημία.
Για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας η ίδρυση και η εδραίωση της πλατωνικής Ακαδημίας αποτελεί σημείο καμπής. Έκτοτε είναι αδιανόητη η μοναχική άσκηση της φιλοσοφίας. Ήδη στο τέλος του 4ου αιώνα, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, στην Αθήνα λειτουργούν άλλες τρεις σημαντικές φιλοσοφικές σχολές, πλήρως οργανωμένες (το Λύκειο του Αριστοτέλη, η Στοά, και ο Κήπος του Επίκουρου), χωρίς να υπολογίσουμε τους πολυάριθμους κύκλους των σωκρατικών, οι οποίοι μάλλον δεν απέκτησαν ποτέ αυστηρή οργάνωση. Ο επίδοξος φιλόσοφος σπουδάζει λοιπόν σε κάποια σχολή και, κατά κανόνα, διατηρεί τον δεσμό του με τη σχολή αυτή. Ακόμη όμως κι αν είναι αυτοδίδακτος ή αν έχει διαρρήξει τους δεσμούς του με τους δασκάλους του, αισθάνεται και τότε υποχρεωμένος να ενταχθεί σε μια ομάδα. Η ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας γίνεται πλέον η ιστορία των αντιμαχόμενων φιλοσοφικών σχολών.

7.4. Γιατί ο Πλάτων γράφει διάλογους;

Η φιλοσοφική μύηση του Πλάτωνα πραγματοποιήθηκε μέσα στον κύκλο του Σωκράτη. Ο Πλάτων ήταν ένας από τους λίγους σωκρατικούς, που όχι μόνο άλλαξαν στάση ζωής επηρεασμένοι από την έντονη προσωπικότητα του δασκάλου τους, αλλά και προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τα φιλοσοφικά του διδάγματα. Στην πλατωνική φιλοσοφία ενσωματώνονται στοιχεία από πολλές προγενέστερες πηγές – λ.χ. από τη φιλοσοφία του Παρμενίδη ή των Πυθαγορείων. Καμία όμως επίδραση δεν μπορεί να συγκριθεί με τη σωκρατική.
Είναι πολύ πιθανό ότι ο Πλάτων γράφει τα πρώτα του έργα αμέσως μετά τον θάνατο του Σωκράτη. Οι πρώτοι πλατωνικοί διάλογοι αναφέρονται στις τελευταίες μέρες του δασκάλου του, και ο στόχος τους είναι σαφώς απολογητικός: επιζητούν να δικαιώσουν τον Σωκράτη, δείχνοντας πόσο άδικη ήταν η καταδίκη του. Η Απολογία Σωκράτους, ο Κρίτων, ο Ευθύφρωνείναι δείγματα τέτοιων έργων. Θα ακολουθήσει μια ομάδα διαλόγων στους οποίους προβάλλεται η ουσιαστική διαφορά του Σωκράτη από τους σοφιστές και η ευεργετική επίδρασή του στους νέους της αθηναϊκής αριστοκρατίας. Οι διάλογοι αυτοί είναι σαφώς πιο τεχνικοί και το φιλοσοφικό τους περιεχόμενο βαθύτερο – ο Χαρμίδης, ο Πρωταγόραςκαι ο Γοργίας είναι φιλοσοφικά αριστουργήματα. Ο Πλάτων είναι μάλλον ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα ότι η μορφή του διαλόγου είναι η πιο πρόσφορη επιλογή για να παρουσιαστεί στο κοινό ο Σωκράτης με τη μεγαλύτερη ζωντάνια και ρεαλιστικότητα. Την ίδια εποχή και άλλοι μαθητές του Σωκράτη καταφεύγουν στην ίδια λύση. Έτσι δημιουργείται ένα νέο λογοτεχνικό είδος, ο φιλοσοφικός διάλογος, που γνωρίζει μεγάλη άνθιση κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.
Ο Πλάτων έγραψε γύρω στους τριάντα διάλογους, και όλοι έχουν διασωθεί σε άριστη κατάσταση – γεγονός μοναδικό στην ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας. Οι ειδικοί ξεχωρίζουν τους διάλογους της ωριμότητας του Πλάτωνα από τους πρώιμους σωκρατικούς διάλογους, θεωρώντας ότι βαθμιαία ο Πλάτων αποδεσμεύθηκε από την επιρροή του Σωκράτη, οπότε από ένα σημείο και μετά εκφράζει στους διάλογους τις δικές του φιλοσοφικές θέσεις. Τοποθετούν μάλιστα συνήθως την τομή το 387 π.Χ., όταν ο Πλάτων επιστρέφει από τη Σικελία και ιδρύει την Ακαδημία. Στην περίοδο της ωριμότητας εντάσσουν τέσσερις σημαντικούς διάλογους, όπου ο Πλάτων εκθέτει τη θεωρία των Ιδεών: τον Φαίδωνα, το Συμπόσιο, την Πολιτεία και τον Φαίδρο. Ακολουθεί η γεροντική φάση της πλατωνικής φιλοσοφίας, που προετοιμάζεται από διαλόγους όπως ο Θεαίτητος και οΠαρμενίδης, και εκτίθεται στον Σοφιστή, τον Πολιτικό, τον Τίμαιο, τον Φίληβο και τους Νόμους. Η κατάταξη αυτή, παρά τον φορμαλιστικό της χαρακτήρα, δεν είναι παράλογη. Αφήνει ωστόσο ανοικτό ένα ερώτημα. Γιατί ο Πλάτων εξακολουθεί σε όλη του τη ζωή να γράφει διαλόγους, ακόμη και όταν έχει απομακρυνθεί από τη σωκρατική κληρονομιά και έχει αναπτύξει τη δική του αυτόνομη προσέγγιση; Είναι προφανές ότι ο διαλογικός τρόπος γραφής αποτελεί συνειδητή επιλογή του Πλάτωνα και συνδέεται με τη φύση της ίδιας της φιλοσοφίας του.
Σε πρώτη προσέγγιση ένας πλατωνικός διάλογος θυμίζει στον σύγχρονο αναγνώστη θεατρικό έργο. Φέρνει μπροστά μας, σε έναν προσεκτικά στημένο σκηνικό διάκοσμο, ιστορικά πρόσωπα του 5ου αιώνα π.Χ. που συζητούν με πάθος σημαντικά προβλήματα της ζωής τους, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα τρέχουσα και κατανοητή. Οι συζητήσεις άλλοτε καταλήγουν σε απορία, και άλλοτε ο πρωταγωνιστής (κατά κανόνα, ο Σωκράτης) επιβάλλει την άποψή του. Όλοι οι διάλογοι είναι γραμμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να διαβάζονται ως αυτοδύναμα έργα· δεν προϋποθέτουν ειδικές γνώσεις ούτε παραπέμπουν σε άλλα κείμενα του ίδιου ή άλλου συγγραφέα.
θα ήταν ωστόσο λάθος να θεωρήσουμε ότι πρόθεση του Πλάτωνα είναι να μας μεταφέρει σκηνές από την πραγματική ζωή του Σωκράτη και των Αθηναίων του 5ου αιώνα. Τα πρόσωπα των πλατωνικών διαλόγων λειτουργούν αποκλειστικά ως φορείς επιχειρημάτων. Η συζήτηση που παρακολουθούμε είναι μια συνεχής εναλλαγή ερωτήσεων και απαντήσεων. Ένα βασικό ερώτημα τίθεται και ακολουθεί μια πρώτη απόπειρα απάντησης· η απάντηση υπονομεύεται μέσα από εύστοχη σειρά ερωτημάτων, και ακολουθεί μια άλλη απάντηση. Για να προωθηθεί αυτού του είδους η συζήτηση, είναι χαρακτηριστικό ότι στο προσκήνιο των διαλόγων εμφανίζονται πάντοτε μόνο δύο πρόσωπα. Όταν υπάρχουν περισσότερα, αυτά είτε παραμένουν από την αρχή ως το τέλος βουβά είτε περιμένουν τη σειρά τους για να πάρουν τη σκυτάλη του λόγου από τον προηγούμενο συνομιλητή. Όσο για τη συζήτηση, αυτή δεν είναι ποτέ ισότιμη, με την υπεροχή να γέρνει άλλοτε προς τη μεριά του ενός συνομιλητή και άλλοτε προς του άλλου. Γίνεται εξαρχής σαφές ότι ένα μόνο πρόσωπο είναι ο γνώστης, ο δάσκαλος, αυτός που αναλαμβάνει τον ρόλο του ελέγχοντος. Οι άλλοι είναι είτε αδαείς, είτε δοκησίσοφοι, είτε μαθητές, είτε καλοί και βοηθητικοί συνομιλητές. Και στο τέλος υπάρχει πάντοτε νικητής και ηττημένος. Ένας τέτοιος διάλογος θυμίζει όμως περισσότερο μάθημα σε φιλοσοφικό σεμινάριο παρά τυχαία συνάντηση στην αθηναϊκή αγορά – ακόμη κι αν παραδεχτούμε ότι εξαιτίας του πολιτικού τους συστήματος και του λαϊκού χαρακτήρα των δικαστηρίων οι Αθηναίοι ήταν σίγουρα πιο εξοικειωμένοι από εμάς στην προφορική ανταλλαγή επιχειρημάτων.
Στις αρχές του 4ου αιώνα δεν υπήρχε καθιερωμένος τρόπος γραφής της φιλοσοφίας. Ο Πλάτων επιλέγει να γράψει διάλογους, ενώ θα μπορούσε να γράψει πεζές πραγματείες, όπως ο Αναξαγόρας, ο Δημόκριτος και οι σοφιστές, ποίηση, όπως ο Παρμενίδης και ο Εμπεδοκλής, ή και να μη γράψει τίποτα, όπως ο Πυθαγόρας και ο Σωκράτης. Η επιλογή αυτή εναρμονίζεται με την πεποίθησή του ότι η φιλοσοφία είναι κατά κύριο λόγο «μάθημα», ζωντανή δηλαδή ανταλλαγή επιχειρημάτων για ζητήματα ζωτικής σημασίας ανάμεσα σε δάσκαλο και μαθητή. Ο διάλογος είναι το γραπτό κείμενο που, επειδή είναι πιο κοντά στην προφορική ανταλλαγή, αίρει ως έναν βαθμό τα μειονεκτήματα του γραπτού λόγου.
Το τίμημα ωστόσο αυτής της επιλογής είναι σημαντικό: ο συγγραφέας των πλατωνικών διαλόγων κρατά μια απόσταση από τα γραπτά του, καλυπτόμενος από ανωνυμία. Δεν είναι εύκολο να εκθέσεις σε ένα διαλογικό πλαίσιο, από όπου ο ίδιος απουσιάζεις, μια σταθερή και απόλυτη φιλοσοφική θέση. Αν ο διάλογος είναι πειστικός, πρέπει να είναι ανοιχτός. Ο πρωταγωνιστής του διαλόγου είναι ο κυρίαρχος της συζήτησης, δεν διστάζει όμως να προβάλλει τις αμφιβολίες ή τα διλήμματά του, να υποστηρίζει κάποιες φορές αδύναμα επιχειρήματα, να πέφτει ακόμη και σε αντιφάσεις. Ένα από τα διδάγματα της πλατωνικής διαλεκτικής είναι ότι όλες οι θέσεις είναι ευάλωτες στον έλεγχο. Με τους διάλογους του ο Πλάτων δείχνει να πιστεύει ότι η πραγματική φιλοσοφία δεν μπορεί ποτέ να πάρει τη μορφή συστηματικού δόγματος, άκαμπτου δηλαδή και οριστικού συστήματος. Εκείνο που προέχει είναι ο σωστός τρόπος να τίθενται τα σημαντικά προβλήματα και να ελέγχονται οι προτεινόμενες λύσεις.

7.5. Η θεωρία των Ιδεών

Διακριτικό γνώρισμα της φιλοσοφίας είναι η θεωρία. Οι φιλόσοφοι επεξεργάζονται και εφαρμόζουν θεωρίες. Τι είναι όμως η φιλοσοφική θεωρία; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η θεωρία είναι μια συνοπτική περιγραφή της πραγματικότητας. Στην ιδανική περίπτωση, η θεωρία είναι επιπλέον και εξήγηση της πραγματικότητας. Αν ο Θαλής είπε ότι τα πάντα είναι νερό, τότε διατύπωσε την πρώτη φιλοσοφική θεωρία: με αυτή την απλή σκέψη φιλοδοξούσε να εξηγήσει ποικίλα φαινόμενα της φυσικής πραγματικότητας. Το σίγουρο είναι ότι ο Δημόκριτος κατείχε μια φιλοσοφική θεωρία: η πεποίθησή του ότι η πραγματικότητα αποτελείται από κινούμενα άτομα στο κενό τού έδωσε τη δυνατότητα να διατυπώσει εξηγήσεις για κάθε πλευρά της ανθρώπινης εμπειρίας.
Η αντίστοιχη σύλληψη του Πλάτωνα είναι ότι, πέρα από τη συνεχώς μεταβαλλόμενη αισθητή πραγματικότητα, υπάρχουν κάποιες αυθύπαρκτες, αμετάβλητες και νοητές οντότητες, οι «Ιδέες». Τα αντικείμενα του αισθητού κόσμου οφείλουν την ύπαρξή τους και την όποια αλήθεια τους στη σχέση τους με τις Ιδέες. Αυτός είναι ο πυρήνας της πλατωνικής θεωρίας των Ιδεών. Στη θεωρία των Ιδεών στηρίζει ο Πλάτων τη συνολική ερμηνεία του της πραγματικότητας.
Ο Πλάτων δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στα δεδομένα των αισθήσεων. Υποστηρίζει ότι ο αισθητός κόσμος είναι ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο σύμπαν, χωρίς σταθερότητα. Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τις αισθήσεις του για να συλλάβει την αισθητή πραγματικότητα, οι αισθήσεις όμως είναι εξ ορισμού υποκειμενικές και αποτελούν πηγή πλάνης. Πώς είναι δυνατό λοιπόν να αποκτήσει κανείς έγκυρη γνώση για οτιδήποτε βασισμένος στις αισθήσεις του; Αν υπάρχει κάποια βεβαιότητα, αυτή πρέπει να αναζητηθεί στη σκέψη και στη γλώσσα – στους «λόγους». Οι πλατωνικές Ιδέες είναι τα αντικείμενα της καθαρής σκέψης.
Σκέφτηκα λοιπόν, συνέχισε ο Σωκράτης, αφού κουράστηκα να μελετώ τα υπάρχοντα πράγματα, ότι θα έπρεπε να προσέξω μήπως πάθω αυτό που παθαίνουν όσοι παρατηρούν και εξετάζουν τον Ήλιο στη διάρκεια μιας έκλειψης. Μερικοί, όπως ξέρετε, καταστρέφουν τα μάτια τους όταν δεν προνοούν να κοιτάξουν την εικόνα του Ήλιου μέσα στο νερό ή σε άλλο παρόμοιο μέσο. Κάπως έτσι σκέφτηκα και εγώ και φοβήθηκα μήπως τυφλώσω εντελώς την ψυχή μου με το να κοιτώ τα πράγματα με τα μάτια μου και με το να προσπαθώ να τα αγγίζω με όλες τις αισθήσεις μου. Θεώρησα λοιπόν ότι έπρεπε να καταφύγω στους λόγους και μέσα σ᾽ αυτούς να εξετάσω την αλήθεια των πραγμάτων.
Πλάτων, Φαίδων 99d-e
Οι Ιδέες του Πλάτωνα θυμίζουν το Ον του Παρμενίδη. Όπως το παρμενίδειο Ον, έτσι και οι Ιδέες έχουν αυθεντική ύπαρξη, συλλαμβάνονται με τη νόηση, είναι αιώνιες, αγέννητες και άφθαρτες, ακίνητες και αμετάβλητες. Η διαφορά είναι ότι οι πλατωνικές Ιδέες είναι πολλές και διαφορετικές. Όλες οι ηθικές αξίες αποτελούν Ιδέες: η αρετή, η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η σωφροσύνη, η ευσέβεια και όλες οι άλλες αντίστοιχες. Ιδέες είναι ακόμη οι μαθηματικές έννοιες και οντότητες: η ισότητα, η ενότητα, η πολλαπλότητα, ο αριθμός, το σημείο, η γραμμή, το γεωμετρικό σχήμα, το στερεό. Και τα φυσικά είδη είναι Ιδέες: το ζώο, το φυτό, ο άνθρωπος, το νερό, η φωτιά, ο χρυσός κτλ. Επομένως, πλατωνικές Ιδέες υπάρχουν πάρα πολλές. Θα έλεγε κανείς ότι είναι τόσες όσα και τα αφηρημένα ουσιαστικά της γλώσσας, όσα τα κατηγορήματα της γραμματικής: «Συνήθως δεχόμαστε ότι υπάρχει μια καθορισμένη Ιδέα για κάθε ομάδα επιμέρους πραγμάτων με το ίδιο όνομα» (Πλάτων, Πολιτεία 596a).
Δείτε μια στοιχειώδη πρόταση της γλώσσας, που περιέχει ένα υποκείμενο και ένα κατηγόρημα: «ο Σωκράτης είναι δίκαιος» ή «ο Σωκράτης διδάσκει» ή «το τραπέζι της κουζίνας μας είναι τετράγωνο». Σε όλες αυτές τις προτάσεις σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο ή ένα πράγμα αποδίδεται μια ιδιότητα – η δικαιοσύνη, η διδασκαλία, το τετράγωνο σχήμα. Σε αντίθεση με το υποκείμενο που είναι κάτι το ατομικό, το κατηγόρημα είναι κοινό, γενικό: και άλλοι άνθρωποι είναι δίκαιοι ή διδάσκουν, πολλά ακόμη αντικείμενα έχουν τετράγωνο σχήμα. Ο Πλάτων λοιπόν ισχυρίζεται ότι το κατηγόρημα (η ιδιότητα) παραπέμπει σε μια αυθύπαρκτη Ιδέα, οπότε αυτό που δηλώνουν οι απλές αυτές προτάσεις είναι η σχέση ενός αισθητού όντος με μια Ιδέα – την Ιδέα της δικαιοσύνης, της διδασκαλίας, του τετραγώνου. Στη γλώσσα του Πλάτωνα, για να είναι ο Σωκράτης δίκαιος πρέπει να «μετέχει» στην Ιδέα της δικαιοσύνης. Οι πράξεις του δηλαδή πρέπει να έχουν κοινότητα με το απόλυτο ιδεώδες, που εκφράζει η Ιδέα της δικαιοσύνης.
Όταν κάποιος μου λέει ότι η ωραιότητα ενός πράγματος οφείλεται στο ζωηρό του χρώμα ή στο σχήμα του ή σε κάτι παρόμοιο, αφήνω κατά μέρος τέτοιου είδους εξηγήσεις γιατί όλες με μπερδεύουν και κρατώ για τον εαυτό μου μόνο αυτή την απλή, άτεχνη και ίσως αφελή εξήγηση: τίποτα άλλο δεν κάνει αυτό το πράγμα ωραίο παρά μόνο η παρουσία ή η συμμετοχή της Ιδέας του ωραίου. Αυτή μου φαίνεται ότι είναι η ασφαλέστερη απάντηση που μπορώ να δώσω και στον εαυτό μου και στους άλλους. Και νομίζω ότι αν στηριχτώ σ᾽ αυτήν δεν διακινδυνεύω ποτέ να πέσω, αλλά, όποτε τίθεται η ερώτηση, για μένα είναι αρκετή η απάντηση ότι τα ωραία είναι ωραία διά μέσου της Ιδέας του ωραίου.
Πλάτων, Φαίδων 100c-d
Άρα ο κόσμος μας είναι διχασμένος. Από τη μια μεριά, υπάρχει η ασαφής και χαοτική πραγματικότητα της καθημερινής μας εμπειρίας, με την οποία είναι εξοικειωμένοι όλοι οι άνθρωποι. Και από την άλλη, υπάρχει το σταθερό σύμπαν των αιώνιων Ιδεών, την ύπαρξη του οποίου ελάχιστοι υποψιάζονται. Ο ένας είναι ο κόσμος της αίσθησης και της ανθρώπινης γνώμης (της «δόξας»), και ο άλλος ο κόσμος της νόησης και της αλήθειας. Η μετάβαση από τον έναν κόσμο στον άλλο είναι ο δρόμος της φιλοσοφίας, ένας δρόμος που απαιτεί σκληρή προσπάθεια και κατάλληλη εκπαίδευση. Σε μια υποβλητική μεταφορά ο Πλάτων παρομοιάζει τους ανθρώπους με αλυσοδεμένους δεσμώτες οι οποίοι έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε ένα υπόγειο σπήλαιο και θεωρούν ότι η πραγματικότητα ταυτίζεται με τις αμυδρές σκιές που βλέπουν να κινούνται στα τοιχώματα του σπηλαίου. Ορισμένοι από τους δεσμώτες έχουν την τύχη να τους ελευθερώσει κάποιος και να τους πείσει με πολύ κόπο να στραφούν προς την έξοδο του σπηλαίου ανεβαίνοντας ένα μακρύ και δύσβατο μονοπάτι. Μόνο όταν βγουν από το σπήλαιο και εξοικειωθούν με το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, θα αντιληφθούν την πλάνη μέσα στην οποία έζησαν όλη την προηγούμενη ζωή τους. Η φιλοσοφική ζωή είναι αφιερωμένη στη νόηση και στις Ιδέες.

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι
των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδη Η Ανθρωπινη Ιστορια Δεν Εχει Ειπωθει Ποτε.....Ειπαμε κι εμεις να βαλουμε το χερακι μας!

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

1

Το Ενατο Κυμα